Η Ισμήνη τρίβοντας το άσπρο στρουμπουλό βότσαλο ηρέμησε μαγικά την ομήγυρη βυθίζοντας όλους σε περισυλλογή. Το μαγεμένο βότσαλο είχε δοθεί από την Λίσλη και μεταξύ άλλων είχε την ιδιότητα να μεταδίδει την διάθεση και την σκέψη αυτού που το έτριβε σε όσους ήταν κοντά. Η Ισμήνη σκέφτηκε το παρελθόν: πόσο γρήγορα από μια καλομαθημένη πριγκίπισσα πήρε ηγετικό ρόλο μετά τον θάνατο του πατέρα της και μπόρεσε να πείσει τους πάντες να την ακολουθήσουν. Είχε τον τρόπο να δείχνει καλή, ευγενική και συμπονετική παρότι το μόνο που την ένοιαζε ήταν να κυβερνήσει, να έχει πλούτη και να την αγαπάνε όλοι.
Όταν φάνηκε όμως ένας αντίπαλος από τον Βορρά που διεκδικούσε την εξουσία κι άρχισε να έχει επιρροή, της βγήκε ο πραγματικός της εαυτός: κανείς και για κανένα λόγο δεν θα της έπαιρνε το στέμμα, ήταν η βασίλισσα κι ο "σφετεριστής" θα έπαιρνε είτε τον δρόμο για την εξορία είτε για την λαιμητόμο...
Η αλήθεια βέβαια ήταν ότι ο σφετεριστής (παρότι όμορφος και προικισμένος...) είχε μεγαλύτερη επιρροή στα αποβράσματα και τους τελευταίους της χώρας καθώς η βασίλισσα είχε την ικανότητα να είναι γενικά αρεστή. Απορροφημένη από τις σκέψεις της δεν πήρε χαμπάρι την Κάζουλα που τραβούσε με το ένα χέρι την Ευρυδίκη και με το άλλο ίσιωνε την φούστα της...
Αυτό σημαίνει μαθαίνω να διοικώ; να την πέφτω σε όποιον βρω μπροστά μου και να βγάζω τα μάτια μου;
Παίρνω παραδείγματα, της απάντησε η μικρή δεχόμενη σχεδόν ταυτόχρονα ένα χαστούκι από την μητέρα που με περίσσεια νηφαλιότητα συνέχισε να της λέει: όταν σου μιλώ μπροστά σε κόσμο δεν δέχομαι καμία είδους απάντηση, πόσο μάλλον να μου αντιμιλάς, και γυρίζοντας προς την Κάζουλα με μάτια σχεδόν κόκκινα από τα νεύρα της είπε: με σένα θα τα πούμε αργότερα, που πήγες να την κατεβάσεις κι έλειψες μισή ώρα...
Τελειώνοντας στα γρήγορα το υπόλοιπο του φαγητού της έκανε νεύμα στον Ραταρά και του είπε αντίστοιχα: μάζεψε το ασκέρι σου και φύγαμε, το βράδυ έλα από τη σκηνή μου να τα πούμε...
Στην διασταύρωση με τον δρόμο προς το σπίτι της μάγισσας Λίσλης ήταν ένας καστανάς σχετικά νεαρής ηλικίας που έκανε εντύπωση στην βασίλισσα, κυρίως για τον τρόπο που σέρβιρε τα κάστανα στους περαστικούς: τα τύλιγε σε ένα τριγωνικό χωνάκι που είχε κατασκευαστεί από την φλούδα του καλαμποκιού...
Καλέ μου άνθρωπε, του είπε, πολύ πρωτότυπη η ιδέα σου, πως και το σκέφτηκες αυτό;
Κυρά μου μην με βλέπεις έτσι, εγώ ξεκίνησα ως αλχημιστής, με έδιωξαν κακήν κακώς από την χώρα μου όταν δεν έφτιαξα χρυσά αυγά για τον βασιλιά και φτάνοντας εδώ έδωσα τις γνώσεις μου στον πανδοχέα σχετικά με την νέα κουζίνα που ονόμασε μουργκέ κι όταν τα έμαθε όλα με πέταξε εδώ, σε αυτή την γωνία να προσπαθώ να επιβιώσω...
Μου φαίνεται πως θα μου φανείς χρήσιμος, του απάντησε, άσε που το ναμπροτιάς με σάλτσα σαρέδας και λομπορτέπο μανιτάρια ήταν εξαίσιο και θέλω να μου το φτιάχνεις... Πως σε λένε αλήθεια;
Μετά χαράς βασίλισσά μου, Ελιβ Φες το όνομά μου, της είπε, κι ενώθηκε κι αυτός με την ετερόκλητη παρέα.
Το σπίτι της Λίσλης είχε αρχίσει να φαίνεται πλέον και ένα κικιρίκου ακουγόταν κάπου κοντά...
Αυτό σημαίνει μαθαίνω να διοικώ; να την πέφτω σε όποιον βρω μπροστά μου και να βγάζω τα μάτια μου;
Παίρνω παραδείγματα, της απάντησε η μικρή δεχόμενη σχεδόν ταυτόχρονα ένα χαστούκι από την μητέρα που με περίσσεια νηφαλιότητα συνέχισε να της λέει: όταν σου μιλώ μπροστά σε κόσμο δεν δέχομαι καμία είδους απάντηση, πόσο μάλλον να μου αντιμιλάς, και γυρίζοντας προς την Κάζουλα με μάτια σχεδόν κόκκινα από τα νεύρα της είπε: με σένα θα τα πούμε αργότερα, που πήγες να την κατεβάσεις κι έλειψες μισή ώρα...
Τελειώνοντας στα γρήγορα το υπόλοιπο του φαγητού της έκανε νεύμα στον Ραταρά και του είπε αντίστοιχα: μάζεψε το ασκέρι σου και φύγαμε, το βράδυ έλα από τη σκηνή μου να τα πούμε...
Στην διασταύρωση με τον δρόμο προς το σπίτι της μάγισσας Λίσλης ήταν ένας καστανάς σχετικά νεαρής ηλικίας που έκανε εντύπωση στην βασίλισσα, κυρίως για τον τρόπο που σέρβιρε τα κάστανα στους περαστικούς: τα τύλιγε σε ένα τριγωνικό χωνάκι που είχε κατασκευαστεί από την φλούδα του καλαμποκιού...
Καλέ μου άνθρωπε, του είπε, πολύ πρωτότυπη η ιδέα σου, πως και το σκέφτηκες αυτό;
Κυρά μου μην με βλέπεις έτσι, εγώ ξεκίνησα ως αλχημιστής, με έδιωξαν κακήν κακώς από την χώρα μου όταν δεν έφτιαξα χρυσά αυγά για τον βασιλιά και φτάνοντας εδώ έδωσα τις γνώσεις μου στον πανδοχέα σχετικά με την νέα κουζίνα που ονόμασε μουργκέ κι όταν τα έμαθε όλα με πέταξε εδώ, σε αυτή την γωνία να προσπαθώ να επιβιώσω...
Μου φαίνεται πως θα μου φανείς χρήσιμος, του απάντησε, άσε που το ναμπροτιάς με σάλτσα σαρέδας και λομπορτέπο μανιτάρια ήταν εξαίσιο και θέλω να μου το φτιάχνεις... Πως σε λένε αλήθεια;
Μετά χαράς βασίλισσά μου, Ελιβ Φες το όνομά μου, της είπε, κι ενώθηκε κι αυτός με την ετερόκλητη παρέα.
Το σπίτι της Λίσλης είχε αρχίσει να φαίνεται πλέον και ένα κικιρίκου ακουγόταν κάπου κοντά...